- αγκωνόχερο
- το το μέρος του χεριού από τον αγκώνα ως τα δάχτυλα (για μέτρο): Ήταν ως ένα αγκωνόχερο μακρύ.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.